ωρονομικός

ωρονομικός
-ή, -ό / ὡρονομικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὡρονόμος]
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ωρονόμιο
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαίρεση και σημείωση τών ωρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὡρονομικόν — ὡρονομικός of masc acc sg ὡρονομικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”